γελάσαι

γελάσαι
γελά̱σᾱͅ , γελάω
laugh
pres part act fem dat sg (doric)
γελά̱σᾱͅ , γελάω
laugh
fut part act fem dat sg (doric)
γελάω
laugh
aor inf act
γελάσαῑ , γελάω
laugh
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γελᾶσαι — γελάω laugh pres ind mp 2nd sg γελάω laugh pres part act fem nom/voc pl (doric) γελάω laugh fut part act fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαλός — ή, ό (AM ἁπαλός, ή, όν) 1. μαλακός στην αφή, τρυφερός 2. (για πρόσωπα) αβρός, τρυφερός νεοελλ. 1. (για χρώματα) όχι έντονος, ανοιχτός 2. (για ήχους) χαμηλός, ξεκούραστος, διακριτικός 3. φρ. «εξ απαλών ονύχων» από την πολύ μικρή, την παιδική… …   Dictionary of Greek

  • ησυχή — ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α) επίρρ. 1. ήρεμα, ήσυχα 2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγά («ἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.) 3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.) 4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεση («ἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”